μεταχείρησις

μεταχείρησις
μεταχείρησις, ἡ (Α)
βλ. μεταχείριση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταχείριση — η (ΑΜ μεταχείρισις, Α και μεταχείρησις) [μεταχειρίζομαι] χρησιμοποίηση, χρήση νεοελλ. τρόπος συμπεριφοράς προς κάποιον μσν. 1. χειρισμός, τρόπος ενέργειας 2. σφετερισμός, οικειοποίηση 3. εγχείρημα, επιχείρηση 4. (για τον Κυριακό δείπνο) συμμετοχή …   Dictionary of Greek

  • ՁԵՌՆԱՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0153 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c գ. ἑπιχείρησις, μεταχείρησις apprehensio, adgressio, tractatio եւն. Ձեռնարկելն, եւ գործն բուռն հարեալ. ձեռներիցութիւն. ջան. հնարք. ձեռնտուութիւն. *Ձեռնարկութիւն սատանայի,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”